δουλεύεται

δουλεύεται
δουλεύω
to be a slave
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • δαντέλα — Λεπτότατο διαφανές πλέγμα από λινή, βαμβακερή, μεταξωτή ή χρυσή κλωστή. Σήμερα κατασκευάζονται δ. και από συνθετικές ίνες, νάιλον κλπ. Η λέξη δ. προέρχεται από το γαλλικό dentelle (με ετυμολογία από τη λέξη dent που σημαίνει δόντι) και… …   Dictionary of Greek

  • δούλεμα — το (AM δούλευμα Μ και δούλεμα) νεοελλ. 1. το να δουλεύεται κάτι, να τυγχάνει επεξεργασίας 2. (για αγρό) όργωμα, καλλιέργεια 3. επεξεργασία λεπτομερειών («αυτό το σύγγραμμα θέλει ακόμη δούλεμα») 4. κοροϊδία, κούρντισμα μσν. λειτουργία αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ευκολοδούλευτος — η, ο αυτός που δουλεύεται εύκολα, που τόν επεξεργάζεται κανείς εύκολα …   Dictionary of Greek

  • καλοδούλευτος — η, ο 1. ο καλά κατεργασμένος 2. αυτός που κατεργάζεται, που δουλεύεται εύκολα 3. ο καλοδουλευτής …   Dictionary of Greek

  • νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… …   Dictionary of Greek

  • ταλιέρι — το, Ν 1. μικρό καλάθι για το νήμα τής ρόκας, για καρπούς, για νεόπηκτο τυρί και για άλλες χρήσεις 2. επίπεδο και στρογγυλό οικιακό σκεύος, μέσα στο οποίο δουλεύεται η ζύμη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. ταλάρι(ον), υποκορ. τού τάλαρος] …   Dictionary of Greek

  • αγριλιά — Φυτό της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Ευδοκιμεί σε τόπους άγονους ή βραχώδεις, ειδικά κατά μήκος των ακτών της νότιας Ευρώπης. Η επιστημονική ονομασία της είναι ελαία η αγρίαδασική. Είδος κοινό σε όλη την Ελλάδα αριθμεί γύρω στα… …   Dictionary of Greek

  • δακτυλίδι ή δαχτυλίδι — Κρίκος από μέταλλο, συνήθως πολύτιμο, που φοριέται στο δάχτυλο είτε ως κόσμημα είτε ως σύμβολο πίστης είτε ακόμα ως σύμβολο εξουσίας. Η καταγωγή του είναι πάρα πολύ παλαιά και ανάγεται στην εποχή του χαλκού. Το δ. ήταν στην αρχή πολύ απλό, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊτή — Νησί του νοτιοκεντρικού Ειρηνικού ωκεανού, σε 17° 45’ νότιο πλάτος και 149° 20’ δυτικό μήκος, το νοτιότερο και το πιο εκτεταμένο (1.042 τ. χλμ.) της συστάδας των Νησιών της Εταιρείας, στη Γαλλική Πολυνησία. Το έδαφός της διαρθρώνεται σε δύο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”